- ασμίλευτος
- -η, -οαυτός που δε σμιλεύτηκε, δε δουλεύτηκε, ακατέργαστος: Δημοσίεψε το έργο του ασμίλευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασμίλευτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δουλεμένος με τη σμίλη, ο α σκάλιστος 2. (για λόγο) όποιος δεν έχει δουλευτεί προσεκτικά σε όλα τα σημεία του, ανεπεξέργαστος … Dictionary of Greek